- μαλερός
- μαλερός: powerful, destroying, epith. of fire. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… … Dictionary of Greek
μαλερά — μαλερός fierce neut nom/voc/acc pl μαλερά̱ , μαλερός fierce fem nom/voc/acc dual μαλερά̱ , μαλερός fierce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλερῶν — μαλερός fierce fem gen pl μαλερός fierce masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλερόν — μαλερός fierce masc acc sg μαλερός fierce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεραῖς — μαλερός fierce fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεροῖο — μαλερός fierce masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεροῖς — μαλερός fierce masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεροῖσι — μαλερός fierce masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεροί — μαλερός fierce masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεροῦ — μαλερός fierce masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλερούς — μαλερός fierce masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)